- αλεκτορομαντεία
- ἀλεκτορομαντεία, η (Μ)είδος μαντικής, κατά την οποία χρησιμοποιούσαν αλέκτορα ως μαντικό μέσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ -ορος + μαντεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
αλεκτρυονομαντεία — η (Μ ἀλεκτρυονομαντεία) αλεκτορομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτρυών όνος + μαντεία] … Dictionary of Greek